Kατά την κλασσική εποχή στην ευρύτερη περιοχή του βορειοδυτικού Παγγαίου κατοικούσε μια από τις πλέον φημισμένες Θρακικές φυλές, οι «Ηδωνοί», που πήραν το όνομα τους από το μυθικό γενάρχη τους τον Ηδωνό.
Η γεωγραφική περιοχή στην οποία διεσπάρησαν τα φύλλα των Ηδωνών ονομαζόταν «Ηδωνίς» και το τμήμα αυτής μεταξύ του όρους Παγγαίου και των ποταμών Αγγίτη και Στρυμόνα ονομαζόταν «Φυλλίς», όπως μαρτυρεί ο Ηρόδοτος
(«Η δε γη αύτη η περί το Παγγαίον όρος καλέεται Φυλλίς, κατατείνουσα τα μεν προς εσπέρην επί ποταμόν Αγγίτην εκδίδοντα εις τον Στρυμόνα, τα δε προς μεσημβρίην τείνουσα ες αυτόν τον Στρυμόνα» -
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Κι αυτή η περιοχή, που βρίσκεται γύρω από το Παγγαίο, λέγεται Φυλλίδα, κι εκτείνεται προς τα δυτικά ως τον ποταμό Αγγίτη που χύνει τα νερά του στον Στρυμόνα, ενώ προς τα νότια εκτείνεται ως τον ίδιο τον Στρυμόνα / ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑI Έκδοση Γκοβόστη - Βιβλίο VII «ΠΟΛΥΜΝΙΑ» 113).
Τα πλούσια μεταλλεία χρυσού και ασημιού του Παγγαίου, έκαναν ολόκληρη την περιοχή το μήλο της έριδος μεταξύ Ελλήνων, Περσών και Ηδωνών. Ως πρώτη προσπάθεια των Ελλήνων για αποικισμό της περιοχής αναφέρεται αυτή του Αρισταγόρα του Μιλησίου, όταν τον καταδίωκε ο Δαρείος μετά την αποτυχία της Ιωνικής επανάστασης (499 - 494 π.Χ.), η οποία όμως απέτυχε γιατί αντιστάθηκαν οι Ηδωνοί που τον έδιωξαν από την περιοχή.
Στη συνέχεια η περιοχή του Παγγαίου περιήλθε κάτω από την εξουσία των Περσών, όταν ο στρατηγός του Δαρείου Μεγάβαζος κατέλαβε τους Ηδωνούς και περιτείχισε την Ηιόνα, λιμάνι στις εκβολές του Στρυμόνα. Μετά τους Μηδικούς Πολέμους και την ήττα των Περσών, αναδείχθηκαν παντοδύναμοι οι Αθηναίοι, οι οποίοι ανέκαθεν εποφθαλμιούσαν το χρυσοφόρο Παγγαίο.
Στη συνέχεια η περιοχή του Παγγαίου περιήλθε κάτω από την εξουσία των Περσών, όταν ο στρατηγός του Δαρείου Μεγάβαζος κατέλαβε τους Ηδωνούς και περιτείχισε την Ηιόνα, λιμάνι στις εκβολές του Στρυμόνα. Μετά τους Μηδικούς Πολέμους και την ήττα των Περσών, αναδείχθηκαν παντοδύναμοι οι Αθηναίοι, οι οποίοι ανέκαθεν εποφθαλμιούσαν το χρυσοφόρο Παγγαίο.
Έτσι την άνοιξη του 475 π.Χ. ο Κίμων του Μιλτιάδη, αρχηγός των Αθηναίων και των συμμάχων τους, κατέλαβε μετά από πολιορκία την Ηιόνα, που την υπερασπιζόταν Περσική φρουρά υπό την ηγεσία του Βόγη και δημιούργησε ένα προγεφύρωμα για τον μελλοντικό αποικισμό της ενδοχώρας, που προφανώς σχεδίαζε.
Πράγματι, γύρω στα 465 π.Χ. ο Κίμων προσπάθησε να ιδρύσει αποικία στη Ηδωνική πόλη των «Εννέα Οδών», στέλνοντας 10.000 αποίκους Αθηναίους και όσους άλλους ήθελαν να πάνε, με επικεφαλής τους στρατηγούς Λέαγρο και Σωφάνη.
Οι άποικοι κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη, όταν όμως επιχείρησαν να προχωρήσουν στην ενδοχώρα προκάλεσαν τη συσπείρωση των θρακικών φυλών, οι οποίες τους επιτέθηκαν και τους σκότωσαν όλους κοντά στη θρακική πόλη «Δραβησκό».
Όμως οι Αθηναίοι δεν παραιτήθηκαν.
Το 433 π.Χ. έστειλαν νέα αποστολή με αρχηγό τον Άγνωνα του Νικίου, ο οποίος έδιωξε τους Ηδωνούς και έκτισε την Αμφίπολη στην τοποθεσία «Εννέα Οδοί», σε μια καμπή του Στρυμόνα κοντά στην Ηιόνα, που έγινε το επίνειο της νέας Αθηναϊκής αποικίας.
Ο μεγάλος χρόνος (περίπου 70 χρόνια), που μεσολάβησε από τις πρώτες απόπειρες των Αθηναίων για εποικισμό της περιοχής, ως την ίδρυση της Αμφίπολης φανερώνει τη μεγάλη αντίσταση που συνάντησαν από τις Θρακικές φυλές, οι οποίες όμως στο τέλος νικήθηκαν.
Ακολούθησε η ίδρυση της Αθηναϊκής κληρουχίας της Βρέας στη Βισαλτία από τον Περικλή (446 π.Χ.), ενώ παράλληλα στη νότια πλευρά του Παγγαίου, που την κατείχαν συγγενικά με τους Ηδωνούς Θρακικά φύλλα (οι Πίερες, οι Οδόμαντοι και οι Σάτρες) άρχισαν να επεκτείνονται οι Θάσιοι, άποικοι των Παρίων, που έλαβαν στην κατοχή τους ολόκληρη την απέναντι στεριά και ίδρυσαν αποικίες, όπως την Σκαπτή Ύλη, τη Στρύμη, την Οισύμη και τη Γαληψώ.
Έτσι άρχισε ο εξελληνισμός της Θράκης, που στην αρχή περιορίσθηκε στην παραλιακή ζώνη. Μετά την Φιλοκράτειο ειρήνη (346 π.Χ.) η «Φυλλίς» προσαρτήθηκε στο Μακεδονικό κράτος, τα ανατολικά όρια του οποίου μετατοπίστηκαν στον ποταμό Νέστο, αποτέλεσε τμήμα της «επικτήτου Μακεδονίας» και αποικίσθηκε από Μακεδόνες, που εγκαταστάθηκαν στις κατακτημένες περιοχές και στις νέες Μακεδονικές αποικίες, με σπουδαιότερες αυτές της Αμφίπολης και των Φιλίππων, που κτίσθηκαν στη θέση των Κρηνίδων, παλιάς αποικίας των Θασίων.
Οι πολυπληθείς Μακεδονικές αποικίες της Θρακικής ενδοχώρας, που είχαν στρατιωτικό χαρακτήρα και επομένως δεν αντιμετώπιζαν πρόβλημα ασφάλειας, μεταβλήθηκαν με την πάροδο του χρόνου σε πραγματικές εστίες εξελληνισμού και συνετέλεσαν στον εξελληνισμό της Θράκης περισσότερο απ' ότι οι ελληνικές αποικίες της παράλιας ζώνης.
Η ακμή της Μακεδονικής Δυναστείας στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου στην εκμετάλλευση των χρυσωρυχείων του Παγγαίου.
Το βασιλικό νομισματοκοπείο που ήταν εγκατεστημένο στους Φιλίππους έκοβε μέχρι και 1000 χρυσά και ασημένια νομίσματα ημερησίως, ενώ με την ξυλεία του Παγγαίου οι Μακεδόνες ναυπήγησαν τον πολεμικό τους στόλο.
Με οικονομικό υπόβαθρο το χρυσό του Παγγαίου ο δαιμόνιος Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β' του Αμύντα κατόρθωσε να δημιουργήσει ακαταμάχητο στρατό με τον οποίο επέβαλε τη θέληση του τόσο στα βαρβαρικά φύλλα που απειλούσαν τη Μακεδονία (Ιλλυριούς και Δαρδανούς), όσο και στους αιώνια διαιρεμένους Νότιους Έλληνες, τους οποίους συνένωσε σε αντιπερσική συμμαχία, άλλοτε με υποσχέσεις, άλλοτε με δωροδοκίες και άλλοτε με τη βία (Χαιρώνεια 338 π.Χ.).
Κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου μια από τις ίλες του βαρέως εταιρικού ιππικού, που έδρασε αποφασιστικά στο Γρανικό, στην Ισσό και στα Άρβηλα, επιστρατεύθηκε από την περιοχή του Παγγαίου (Αμφιπολίτις Ίλη), ενώ στη Μακεδονική Φάλαγγα εντάχθηκαν και λόχοι επιστρατευμένοι από την ευρύτερη περιοχή του Παγγαίου.
Στα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η «Φυλλίς» ανήκε διοικητικά στην εδαφική επικράτεια («territorium») της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων, της λεγόμενης «Αυγούστας Ιουλίας Φιλιππικής», που ιδρύθηκε μετά τη μάχη των Φιλίππων (42 μ.Χ.) και εκτεινόταν σε ολόκληρο το σημερινό νομό Καβάλας, μαζί με μεγάλα τμήματα των νομών Σερρών και Δράμας.
Στους βυζαντινούς χρόνους, η «Φυλλίς» ανήκε διοικητικά στο θέμα του Στρυμόνα.
Σε όλη την υστεροβυζαντινή περίοδο (αρχές 13ου μ.Χ. αι. - 1453) η ευρύτερη περιοχή του Παγγαίου, όπως άλλωστε όλες οι βυζαντινές επαρχίες, αλλάζει συνεχώς κυρίαρχους
Φράγγοι: 1204 - 1224 μ.Χ.,
Βούλγαροι: 1230 -1246 μ.Χ.,
Σέρβοι: 1344 - 1371 μ.Χ.
Ανακαταλαμβάνεται το έτος 1371 μ.Χ. από τον Μανουήλ Παλαιολόγο και παραμένει στη βυζαντινή αυτοκρατορία μέχρι την οθωμανική κατάκτηση το 1383 μ.Χ.
Οι πρόσκαιρες αυτές κατακτήσεις του Παγγαίου από Βουλγάρους και Σέρβους δεν συνοδεύτηκαν από αποικισμούς σλαβικών πληθυσμών, όπως αποδεικνύεται από την παντελή έλλειψη σλαβικών λέξεων (ακόμη και τοπωνυμιών, που όσα είναι ξενικής προέλευσης είναι τουρκικής) στη γλώσσα των χωριών του Νότιου και Βόρειου Παγγαίου, η οποία είναι καθαρά ελληνική χρησιμοποιεί δε ακόμη και σήμερα λέξεις της αρχαίας ελληνικής με την ίδια νοηματική σημασία.
Μετά την κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας από τους Οθωμανούς αρχίζει η καταπίεση του χριστιανικού πληθυσμού των πόλεων, που συρρικνώνεται εξαιτίας της φυγής στα ορεινά χωριά, των οποίων αντίθετα αυξάνεται ο χριστιανικός πληθυσμός.
Το Παγγαίο, ένα από τα ομορφότερα βουνά στην Ελλάδα, υψώνεται στα Νοτιο - Ανατολικά του Νομού Σερρών, ανάμεσα στα όρη της Λεκάνης, του Φαλακρού, του Μενοικίου, των Κερδυλίων και του Συμβόλου, γεμάτο γοητεία και μυστήριο. Είναι το δεύτερο ιστορικό βουνό της Ελλάδας, μετά τον Όλυμπο. Η υψηλότερη κορυφή του το "Μάτι" αγγίζει τα 1.956 μέτρα.Με έντονο ανάγλυφο και μεγάλες υψομετρικές διαφορές συνδυάζει μεγαλόπρεπα αλπικά τοπία, κατάφυτες βουνοπλαγιές και εντυπωσιακούς χείμαρρους, δημιουργώντας ένα αρμονικό σύνολο που κόβει την ανάσα.
Θεόρατα πλατάνια, έλατα, οξιές, καστανιές, δρυς και πολλά ακόμα είδη φυτών και δένδρων συνθέτουν ένα μοναδικό τοπίο και αποτελούν καταφύγιο για την πανίδα του βουνού.
Χάρη στην πλούσια χλωρίδα και πανίδα του το 1979 η πολιτεία κήρυξε τη μεγαλύτερη έκτασή του μόνιμο καταφύγιο άγριας ζωής.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, το βουνό πήρε το όνομά του από τον Παγγαίο, γιο του θεού του Πολέμου, Άρη και της Κριτοβούλης. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των μύθων και των ιστοριών του έπαιξαν ο θεός Διόνυσος που λατρεύτηκε ιδιαίτερα σε αυτόν τον τόπο αλλά και ο Ορφέας, ιερέας μυστικιστικών τελετών, γνωστά ως Ορφικά μυστήρια, που ανέβαινε στις κορυφές του για να θαυμάσει τον ήλιο, τον οποίο λάτρευε σαν θεό.
Η μεγάλης σημασίας στρατηγική του θέση σε συνδυασμό με τις γεμάτες από χρυσάφι και ασήμι πλαγιές του και τα εύφορα εδάφη του που παρήγαγαν εξαιρετικό κρασί προσέλκυσαν στην περιοχή πολλούς λαούς κατά τη διάρκεια των αιώνων που πολέμησαν για την κυριαρχία του.
Σήμερα το χρυσοφόρο Παγγαίο Όρος, όμορφο, επιβλητικό και αγέρωχο, καλωσορίζει τους επισκέπτες και τους συναρπάζει με τους μύθους, την ιστορία, τις φυσικές ομορφιές, τα χωριά και τους παραδοσιακούς οικισμούς του
Ροδολίβος, Μικρό Σούλι, Δόμηρος, Ηλιοκώμη, Κορμίστα, Συμβολή, Αγγίστα, Κρηνίδα, Πρώτη, Αμφίπολη, Ν. Κερδύλια, Νέα Μπάφρα, Αλιστράτη, Παλαιοκώμη. Πανέμορφοι παραδοσιακοί οικισμοί και νεότερα χωριά με σημαντικά αξιοθέατα και μεγάλη ιστορία, κρύβουν τις ομορφιές τους και απλώνονται στους πρόποδες του Δυτικού Παγγαίου για να σας μαγέψουν με τη φύση, τη ζεστασιά των κατοίκων και τη φιλοξενία τους.
Τα αρχοντικά του Ροδολίβους
Μια βόλτα στον παραδοσιακό οικισμό του Ροδολίβους είναι ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο. Γραφικά σοκάκια, επιβλητικά αρχοντικά εξαιρετικής αισθητικής και παραδοσιακά, διώροφα σπίτια από πέτρα, ξύλο και κεραμίδι, δίνουν ιδιαίτερο χρώμα στον οικισμό και συνθέτουν μία εικόνα που μένει για πάντα αξέχαστη.
Τα υπέροχα αρχοντικά με τα ευρύχωρα ψηλοτάβανα δωμάτια, τα σχέδια στα αετώματα, τις κολόνες στα μπαλκόνια που θυμίζουν νεοκλασικούς κίονες, τα περίτεχνα ανάγλυφα στα παράθυρα και τις γωνίες των σπιτιών και τις γυριστές εξωτερικές σκάλες εντυπωσιάζουν με την ομορφιά τους. Αποτελούν δείγματα της οικονομικής και πολιτιστικής ακμής που γνώρισε το χωριό τη δεκαετία του 1920 από την καλλιέργεια και την επεξεργασία του καπνού.
Η παλιά Μεσολακκιά (Τα Λακκοβήκια του Παγγαίου)
Εγκαταλελειμμένο από το 1965 το πανέμορφο αυτό χωριό κρατά κάτι από την περασμένη του αίγλη. Χτισμένο στα 450 μέτρα, ανάμεσα στις πλαγιές του Παγγαίου και με άνοιγμα προς τη θάλασσα γοητεύει ακόμα με τα στενά δρομάκια του και τα λιθόκτιστα κτίρια που θυμίζουν την αρχιτεκτονική της Ηπείρου.
Σε κοντινή απόσταση οι «Δρακόπετρες», δύο μεγάλοι βράχοι που στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλο εντυπωσιάζουν με το μέγεθός τους και το μύθο που τους περιβάλλει. Στα νότια του χωριού βρίσκεται το ανεξερεύνητο σπήλαιο «Δισσάκι», ενώ στη θέση «Βαγιόνι» υπήρχαν τα λατομεία της αρχαίας Αμφίπολης. Λίγο ψηλότερα, λειτουργούσε το αρχαίο υδραγωγείο της Αμφίπολης.
Ο ιστορικός οικισμός των Νέων Κερδυλίων
Στις χρυσές αμμουδιές του Στρυμονικού κόλπου βρίσκονται τα Ν. Κερδύλια, το τουριστικό θέρετρο του νομού. Με καταγάλανα νερά, πανέμορφες παραλίες, δημοτική πλαζ, γραφικά παραθαλάσσια ταβερνάκια και πολλά τουριστικά καταλύματα συγκεντρώνει πολλούς επισκέπτες ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες.
Σημείο αναφοράς της νεότερης ιστορίας του αποτελεί το ολοκαύτωμα των Κερδυλίων, η ομαδική εκτέλεση των κατοίκων των δύο χωριών, των Άνω και Κάτω Κερδυλίων, στις 17 Οκτωβρίου 1941. Συνολικά 215 Έλληνες εκτελέστηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στο πρώτο ολοκαύτωμα που έγινε στην Ελλάδα. Σήμερα το μουσείο από το ολοκαύτωμα και ένα μνημείο, ένας μεγάλος μαρμάρινος σταυρός, θυμίζει σε όλους την αποτρόπαια σφαγή.
Στον ίδιο χώρο με το μουσείο του ολοκαυτώματος στεγάζεται και το Εκκλησιαστικό μουσείο που φιλοξενεί στη συλλογή του πολλές, αξιόλογες εικόνες, μερικές από τον 14ο αιώνα. Στο παλαιό χωριό των Κερδυλίων διασώζονται 4 βυζαντινές εκκλησίες.
Ο διατηρητέος οικισμός της Πρώτης
Με ιστορία που ξεκινά από τα βάθη των αιώνων, η Πρώτη, η ιδιαίτερη πατρίδα του Κωνσταντίνου Καραμανλή είναι από τα πιο παλιά και γραφικά χωριά του νομού που με προεδρικό διάταγμα έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέος οικισμός.
Πανέμορφη, είναι γεμάτη παλιά αρχοντικά, που αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι θεωρούνται απόγονοι των αρχαίων Ηδωνών, μιας Θρακικής φυλής, ιδιαίτερα πολεμικής με εξαιρετικά αναπτυγμένο πολιτισμό.
Στα πολυάριθμα δρομάκια του, πλήθος εντυπωσιακών κτιρίων τοπικής λαϊκής αρχιτεκτονικής αλλά και νεοκλασικών με ευρωπαϊκούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς αιχμαλωτίζουν το βλέμμα. Ανάμεσά τους το πατρικό του εθνάρχη Κωνσταντίνου Καραμανλή, ένα κομψό και απέριττο κτίριο που κτίστηκε το 1905, ξεχωρίζει και προσελκύει πολλούς επισκέπτες όπως και ο ανδριάντας του που υπάρχει στο χωριό.
Σπήλαιο Αλιστράτης
Ένα από τα ωραιότερα και μεγαλύτερα σπήλαια της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης, το σπήλαιο της Αλιστράτης στη θέση Πετρωτό περιμένει τους επισκέπτες για ένα αξέχαστο ταξίδι στα έγκατα της γης.
Επιβλητικοί σταλακτίτες από την οροφή και πανέμορφοι σταλαγμίτες από το έδαφος δημιουργούν φαντασμαγορικές εικόνες με εμπνευστή την ίδια τη φύση και χαρίζουν ανεπανάληπτες εμπειρίες σε ένα σπήλαιο δημιουργήθηκε από γεωλογικά φαινόμενα που ξεκίνησαν πριν από 2.000.000 χρόνια.
Το συνολικό μήκος των γνωστών κύριων αλλά και των δευτερευόντων διαδρομών του φτάνει περίπου τα 3 χλμ. Το σπήλαιο διαθέτει εξαιρετικό φυσικό εξαερισμό σε όλα τα τμήματά του και σταθερή θερμοκρασία στους 20 βαθμούς Κελσίου, ενώ η υγρασία του δεν ξεπερνά το 70 - 75%.
Φαράγγι του Αγγίτη
Μια περιοχή εξαιρετικής ομορφιάς που προσφέρει συναρπαστικές εμπειρίες στη φύση, το φαράγγι του ποταμού Αγγίτη, γνωστό και ως «Στενά της Πέτρας» ή «Διώρυγα», έχει μήκος 15 χλμ. και βάθος που φτάνει τα 100 μέτρα.
Σύμφωνα με το μύθο είναι έργο των αρχαίων Μακεδόνων, όμως οι επιστήμονες θεωρούν ότι δημιουργήθηκε από γεωλογικές ανακατατάξεις μεταξύ των οροσειρών Παγγαίου και Μενοικίου.
Ο ποταμός Αγγίτης δεν ακολουθεί ευθεία πορεία αλλά σχηματίζει μαιάνδρους, ιδανικούς για ράφτινγκ και καγιάκ, αλλά και μοναδικές ειδυλλιακές διαδρομές για περίπατο ή ποδηλασία. Στις βραχώδεις πλαγιές του με το πέρασμα των χρόνων δημιουργήθηκαν πολλές σπηλιές με βραχογραφήματα του 5ου-6ου αιώνα μ.Χ., που παριστάνουν ζώα και σκηνές της καθημερινής ζωής. Καταλληλότερα σημεία πρόσβασης για μια εξόρμηση στην υπέροχη φύση του είναι η περιοχή των Γαλάζιων Νερών και ο Σταθμός της Αγγίστας, με το ονομαστό πεντάτοξο γεφύρι.
Για όσους δεν αγαπούν την πεζοπορία ένα τουριστικό τρενάκι ακολουθεί μια μαγευτική διαδρομή μιας ώρας παράλληλα με το φαράγγι.
Πέτρινα γεφύρια
Σημαντικοί κόμβοι των οδικών δικτύων των περασμένων χρόνων τα πέτρινα γεφύρια μαγεύουν σήμερα με την ομορφιά και την κατασκευαστική τους αρτιότητα.
Τα περισσότερα χρονολογούνται από το 18 και 19 αι. Αν και ποικίλουν ως προς το μέγεθος και τη μορφή τους όλα είχαν ως βασικό δομικό υλικό την πέτρα.
Ονομαστά γεφύρια της περιοχής είναι του Καναρά, του Προφήτη Ηλία και του Σιουλναρούδ στην περιοχή της Πρώτης και το τρίτοξο πέτρινο γεφύρι «Κατίν Κιοπερσί» στην Κορμίστα γνωστό από την εποχή της Τουρκοκρατίας.
Το μεγαλύτερο όμως γεφύρι είναι αυτό της Αγγίστας. Πεντάτοξο και οξυκόρυφο έχει συνολικό μήκος 59 μέτρα και θεωρείται το μεγαλύτερο στην Ανατολική και το τρίτο σε μέγεθος γεφύρι σε όλη τη Μακεδονία. Το πλάτος του είναι 4,50 μ. και το ύψος της μεγαλύτερης καμάρας 5,50 μ.
Βραχογραφίες
Ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας της περιοχής αποτελούν οι βραχογραφίες που βρέθηκαν σε σπήλαια στις βραχώδεις πλαγιές του Παγγαίου.
Πολυάριθμες και με μια μεγάλη ποικιλία από σύμβολα αποκαλύπτουν στοιχεία και δίνουν πληροφορίες για τον πολιτισμό και την καθημερινότητα εκείνης της εποχής.
Πρόκειται για σχέδια των προϊστορικών κατοίκων της περιοχής που ζωγράφισαν πάνω σε βράχους ζώα, αντικείμενα, σκηνές της καθημερινής τους ζωής αλλά και σημαντικά γεγονότα.
Χρονολογικά οι βραχογραφίες τοποθετούνται από τα τέλη της νεολιθικής εποχής μέχρι την πρώιμη εποχή του σιδήρου.
Αρχαία Αμφίπολη
Η πιο σημαντική πόλη της περιοχής κατά τον 5ο αι. π.Χ., η αρχαία Αμφίπολη γοητεύει ακόμα και σήμερα με την αξιόλογη και έντονη διαδρομή της στο πέρασμα των αιώνων.
Την εποχή του Θησέα ονομαζόταν Εννέα Οδοί, ενώ πήρε το όνομα της το 437 π.Χ. όταν την κυρίευσαν οι Αθηναίοι. Χτισμένη πάνω σε λόφους στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Παγγαίου ήταν ορατή από ξηρά και από θάλασσα.
Η γεωγραφική της θέση δίπλα στη θάλασσα και επάνω στον ποταμό που την περιέκλειε – εξ’ ου και το όνομά της – προσδιόρισε τη μεγάλη στρατηγική και οικονομική της σημασία. Ήταν ένα σπουδαίο σταυροδρόμι που ένωνε τη Θράκη με τη Μακεδονία, τη θάλασσα με την ενδοχώρα και κυρίως με τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου του Παγγαίου αλλά και με τα δάση που έδιναν ονομαστή για τη ναυτιλία ξυλεία.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τμήματα από διάφορα κτίρια, μέρος από τη νεκρόπολη και τα εντυπωσιακά τείχη της και την περίφημη ξύλινη γέφυρα του Στρυμόνα όπως αναφέρεται στον Θουκυδίδη.
Λέων της Αμφίπολης
Σύμβολο της πόλης είναι ο Λέων της Αμφίπολης, ένα μνημείο που εκπροσωπούσε τη δύναμη της. Ο Λέων ξεχωρίζει για το μέγεθος και την αρχαιολογική του αξία και χρονολογείται από τον 4ο π.Χ. αιώνα. Αναστηλώθηκε σε ένα συμβατικό βάθρο στη θέση όπου βρέθηκε δίπλα στην παλιά γέφυρα του Στρυμόνα. Έχει ύψος 10,5 μέτρα και κάθεται στα δύο πίσω του πόδια, κοιτάζοντας την αρχαία Αμφίπολη.
Το μουσείο της Αμφίπολης
Το Αρχαιολογικό Μουσείο προβάλλει το μεγάλο αρχαιολογικό πλούτο της αρχαίας της Αμφιπόλης και εντυπωσιάζει με τα εκθέματα του, λαμπρά δείγματα του σπουδαίου παρελθόντος της πόλης και της ευρύτερης περιοχής.
Νομίσματα, επιγραφές, αντιπροσωπευτικά ευρήματα και μοναδικά κοσμήματα από τους προϊστορικούς, κλασικούς, ελληνιστικούς, ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους παρουσιάζονται με υποδειγματικό τρόπο και ενθουσιάζουν τους επισκέπτες.
Αρχαία Άργιλος
Η Αρχαία Άργιλος που απέχει 4 χλμ. από την Αμφίπολη ιδρύθηκε το 655 π.Χ. από Ανδρίους άποικους. Η πόλη που άκμασε κατά τον 5ο και 6ο π.Χ. αιώνα, πήρε το όνομά της από το είδος πηλού που υπήρχε άφθονος στην περιοχή.
Σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα ήρθαν στο φως από τις ανασκαφές που διεξάγει η ΙΗ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Καβάλας σε συνεργασία με το Καναδικό Ινστιτούτο. Σημαντικότερο όλων το «Αρχοντικό της Αργίλου», ένα μεγάλο διώροφο οίκημα που διέθετε και αρχαίο ελαιοτριβείο, το μεγαλύτερο της Ελλάδας.
Ιερά Μονή της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας
Στους πρόποδες του Παγγαίου, σε μια θαυμάσια τοποθεσία σε υψόμετρο 743 μέτρων βρίσκεται μία από τις σημαντικότερες μονές της περιοχής, η Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσας. Διάσημη για την «αχειροποίητο εικόνα της Θεοτόκου» προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο, που έρχονται γεμάτοι δέος να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της.
Σύμφωνα με μία εκδοχή, η Μονή οφείλει το όνομά της, στην εικόνα της Παναγίας, που έλαμπε και σκορπούσε φως «φοινικούν», δηλαδή κόκκινο, όπως η πορφυρά των Φοινίκων.
Η πρόσφορά της στη διατήρηση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού ήταν σημαντική. Εδώ λειτουργούσε η περίφημη Ελληνική Σχολή, ενώ ο θρύλος θέλει τον Εμμανουήλ Παππά να κηρύσσει την Επανάσταση από τη Μονή. Η δράση της προκάλεσε την οργή αρχικά των Τούρκων και αργότερα Βουλγάρων με αποτέλεσμα να δεχτεί αλλεπάλληλες καταστροφές. Σε μία από αυτές, το 1917 καταστράφηκε και η περίφημη βιβλιοθήκη της που περιελάμβανε 1.300 τόμους βιβλίων και χειρόγραφα μεγάλης αξίας.
Η Μονή πήρε τη σημερινή της μορφή το 1980 με την ολοκλήρωση της ανοικοδόμησής της που διήρκησε 15 χρόνια. Γιορτάζει στις 15 Αυγούστου, 14 Σεπτεμβρίου και 21 Νοεμβρίου.
Ιερά Μονή Αναλήψεως
Παλιό μετόχι της Ι.Μ. της Εικοσιφοίνισσας, το οποίο ανασυστάθηκε το 1979, η Ι. Μ. της Αναλήψεως είναι ένα από τα πιο γνωστά μοναστήρια, με μεγάλη ιστορία που χάνεται στα βάθη των χρόνων.
Βρίσκεται σε υψόμετρο 930 μέτρων με πανοραμική θέα στον κάμπο, στο ίδιο σημείο όπου από το 18ο αιώνα υπήρχε ομώνυμο ανδρικό μοναστήρι. Σήμερα το μοναστήρι είναι γυναικείο και μονάζουν 20 μοναχές που ασχολούνται με το κέντημα, την κηροπλαστική, την αγιογραφία και την πυρογραφία.
Το Καθολικό της Μονής, μια σπάνια σταυροειδή ροτόντα, κτισμένη στον τύπο της Αγίας Ανάληψης, του όρους των Ελαίων των Αγίων Τόπων εντυπωσιάζει τους πιστούς που επισκέπτονται το μοναστήρι. Στο μοναστήρι φυλάσσονται επίσης τα λείψανα των Αγίων Χρυσοστόμου και Αρσενίου του Καππαδόκου.
Ιερά Μονή Αγίας Παρασκευής
Ένα από τα παλαιότερα μοναστήρια της πατρίδας μας και το πρώτο γυναικείο στο χώρο της Μακεδονίας, το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής βρίσκεται σε μια όμορφη, γραφική τοποθεσία στους πρόποδες του Παγγαίου.
Με βαθιά σχέση με το Άγιο Όρος, θεωρείται παλιό μετόχι της Μονής της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας, αν και είναι άγνωστο πότε και πώς ιδρύθηκε. Αρχικά η μονή ήταν ανδρική, το 1924 όμως, μετά τον ξεριζωμό του Πόντου, 6 μοναχές από τη Μονή του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στα Ίμαυρα εγκαταστάθηκαν στο ερημωμένο μοναστήρι και ξεκίνησαν την ανοικοδόμησή του.
Μαζί τους έφεραν από τον Πόντο εικόνες, σταυρούς, Ιερά Ευαγγέλια και πολλά άλλα ανεκτίμητης αξίας κειμήλια, τα οποία φυλάγονται στο μοναστήρι μαζί με τα Ιερά λείψανα του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, του Αγίου Ιγνατίου και άλλων Αγίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου